- πορισμός
- ο, ΝΑ [πορίζω]1. εξεύρεση, προμήθεια («ὁρῶν δ' ὅτι ταχέως ἀναγκασθήσονται μεταστρατοπεδεύειν οἱ Καρχηδόνιοι διά τὸν πορισμὸν τῶν ἐπιτηδείων», Πολ.)2. εξοικονόμηση χρημάτων3. η εξεύρεση τών προς το ζην αναγκαίωναρχ.1. ο τρόπος απόκτησης χρηματικού κέρδους2. το μέσο με το οποίο μπορεί κανείς να πετύχει κέρδος ή ωφέλεια («ἀνθρώπων... νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.